Απαιτείται λοιπόν προγραμματική σοβαρότητα, νέα ηγεσία, νέα μορφή δημοκρατικής οργάνωσης, καινούργιος λόγος, σύνδεση με τα νέα κοινωνικά δίκτυα και τις νέες μορφές κοινωνικής αντίστασης. Στην ουσία θα πρέπει να οριστεί ξανά το περιεχόμενο του αριστερού, σοσιαλιστικού ριζοσπαστισμού στην Ελλάδα. Η διαδικασία αυτή δεν θα είναι γρήγορη αποτελεί όμως μονόδρομο για την ανασύνταξη όσων δυνάμεων έχουν διδαχθεί από την πολύ σκληρή αλλά και πλούσια εμπειρία μιας περιόδου που σφράγισε την ελληνική κοινωνία.
Αρχική δημοσίευση στις 14 Ιούνη 2019, στο ThePressProject: https://bit.ly/2XP3Hyq
Σύνδεσμος αυτής εδώ της δημοσίευσης: https://bit.ly/2JvPQ6Y
Στροφή προς την Δεξιά
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν φυσική απόρροια της ατιμωτικής συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιμετώπισε την άμεση κατακραυγή που γνώρισαν οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Αλλά το Τρίτο Μνημόνιο συνοδεύτηκε από κοινωνική παθητικότητα που τελικά έφερε στροφή προς την Δεξιά, και μάλιστα σε σκληρή νεοφιλελεύθερη εκδοχή της, οδηγώντας ολόκληρη την Αριστερά σε δύσβατα μονοπάτια.
Η στροφή αυτή δεν αποτελεί ελληνική εξαίρεση. Κατά μήκος και πλάτος της Ευρώπης, όλες οι εκδοχές της Αριστεράς βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Μεγάλος κερδισμένος είναι η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά, που κεφαλαιοποιεί τον θυμό κοινωνιών τραυματισμένων από δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού παριστάνοντας την «αντισυστημική» δύναμη. Η άνοδος της Ακροδεξιάς καταδεικνύει την απώλεια της ριζοσπαστικότητας της Αριστεράς, την μετατροπή της σε διαχειριστή ενός συστήματος που πλέον αναιρεί συστηματικά και ανενδοίαστα τις κοινωνικές κατακτήσεις ενός αιώνα. Έχουν διαρραγεί οι δεσμοί της Αριστεράς με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, αυτά ακριβώς που αποτελούσαν κάποτε την φυσική της βάση.
Η ελληνική πρωτοτυπία είναι ότι ένα κόμμα της κλασικής συντηρητικής παράταξης, η ΝΔ, βρίσκεται στα πρόθυρα της επιστροφής στην εξουσία. Οι επερχόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές δεν είναι βέβαια το ίδιο με τις Ευρωεκλογές, θα κλείσουν όμως και τυπικά τον κύκλο που άνοιξε στις πλατείες το καλοκαίρι του 2011. Είναι πράγματι καταφανής η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αρθρώσει πολιτικό λόγο με στοιχειώδη πειστικότητα. Το εκλογικό του μήνυμα είναι ότι έχει πρόγραμμα που θα φέρει «ανάπτυξη», με «δημοσιονομική σταθερότητα» και «κοινωνική δικαιοσύνη». Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έγιναν ξανά ριζοσπάστες, έτοιμοι να συγκρουστούν με τους «συντηρητικούς κύκλους των Βρυξελλών» και τον «ακραίο νεοφιλελεύθερο» Μητσοτάκη.
Πρόκειται για ξαναζεσταμένο φαΐ μιας προηγούμενης εποχής. Ποια σύγκρουση με τις Βρυξέλλες, όταν έχουν αποδεχθεί τα εξοντωτικά πλεονάσματα του 3,5% μέχρι το 2022 και τη λιτότητα μέχρι το 2060 για να εξυπηρετείται απρόσκοπτα το χρέος; Ποια ανάπτυξη όταν η φορολογία είναι βαρύτατη και περικόπτονται συνεχώς οι δημόσιες επενδύσεις για να βγει ακόμη μεγαλύτερο πλεόνασμα; Ποια αντιπαράθεση με τον νεοφιλελευθερισμό όταν στοχεύουν συστηματικά στην ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας με πωλήσεις σε ξένους; Ποια κοινωνική δικαιοσύνη όταν ο νόμος Κατρούγκαλου έχει ρημάξει ένα μικρό στρώμα μικρομεσαίων για να στηρίξει ένα συνταξιοδοτικό σύστημα που αποκλείεται να επιβιώσει μακροπρόθεσμα;
Είναι δυνατόν να ξεχαστεί τόσο εύκολα ότι το Τρίτο Μνημόνιο ψηφίστηκε από κοινού από όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν την χώρα εδώ και μία δεκαετία; Η συμφωνία του Φάουστ, που έγινε μετά το δημοψήφισμα του 2015, ώστε να μείνει ο Αλέξης Τσίπρας στην εξουσία, θα έχει σκληρό αντίτιμο. Τεσσεράμισι χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ άρκεσαν για να μη μείνει τίποτε από την αίγλη της Αριστεράς στα λαϊκά στρώματα.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών
Οι ευρωεκλογές – και ακόμη περισσότερο οι αυτοδιοικητικές και οι περιφερειακές – κατέδειξαν την πολιτική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ και την έλλειψη οργανικών δεσμών του με την κοινωνία. Ο ωφελημένος ήταν η ΝΔ, αλλά και η Ελληνική Λύση, ενώ η Χρυσή Αυγή υποχώρησε διατηρώντας ένα σημαντικό ποσοστό. Το ΚΚΕ δεν φάνηκε ικανό να επωφεληθεί – το αντίθετο μάλιστα. Η κάμψη των ποσοστών του, τόσο στις ευρωεκλογές όσο, ακόμη περισσότερο, στις περιφερειακές και τις δημοτικές, επισφραγίζει την απόλυτη αδυναμία παρέμβασής του στην ιστορικά κρισιμότερη δεκαετία μετά την πτώση της χούντας. Η Πλεύση Ελευθερίας ήταν ασήμαντη, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρέμεινε για τα καλά βαλτωμένη στην ανυπαρξία.
Μόνο το κόμμα του Βαρουφάκη έδειξε κάποια δυναμική, αλλά και αυτό ακόμη αναδεικνύει την κρίση που σοβεί στην Αριστερά. Εμφανίστηκε με έναν αέρα φρεσκάδας, προγραμματικής σοβαρότητας και αμφισβήτησης της μνημονιακής κανονικότητας, ενώ αρνείται να βγάλει το παραμικρό δίδαγμα από την συντριβή των απόψεων του ιδρυτή του στα τραπέζια της εικονικής «διαπραγμάτευσης» του 2015. Ακόμη πιο προβληματικό είναι ότι το παρουσιαζόμενο ως καινοτόμο και προοδευτικό εγχείρημα στηρίζεται κυρίως στην μηντιακή προβολή του αρχηγού του και στους κώδικες της επικοινωνιακής πολιτικής, χωρίς να έχει ή να θέλει να δημιουργήσει δεσμούς με τα κοινωνικά κινήματα και τις λαϊκές τάξεις.
Η παταγώδης αποτυχία της ΛΑΕ
Σε αυτό το ζοφερό τοπίο έχει σημασία να σταθούμε λίγο πιο διεξοδικά στην παταγώδη αποτυχία της ΛΑΕ, δεδομένου μάλιστα ότι υπογράφοντες συμμετείχαν στη δημιουργία της. Η ΛΑΕ ήταν το μοναδικό καινούργιο στοίχημα στην Αριστερά στην συγκυρία του Τρίτου Μνημονίου. Προσέλκυσε δυνάμεις κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ που είχαν διαφωνήσει με την μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ, αλλά και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει τον φυσικό υποδοχέα της δυσαρέσκειας από το Τρίτο Μνημόνιο. Το εκλογικό ποσοστό του Σεπτέμβρη 2015, αν και πολύ κατώτερο των δυνατοτήτων της, ήταν ευπρεπές και θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση για την δημιουργία μιας ουσιαστικής αντιπολίτευσης με δεσμούς στα κινήματα και τις ριζοσπαστικές παραδόσεις της Αριστεράς.
Πώς εξηγείται λοιπόν η εκλογική κατάρρευση; Πιστεύουμε ότι πέντε τουλάχιστον παράγοντες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.
Ο πρώτος αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτέλεσε τον κορμό της ΛΑΕ, κινήθηκε στον καθοριστικής σημασίας πολιτικό χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ του δημοψηφίσματος και των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015. Όταν η πρόθεση συνθηκολόγησης του Τσίπρα ήταν ολοφάνερη και επισφραγίστηκε τυπικά με την υπογραφή της συμφωνίας της 13ηςΙουλίου, αντί για την επιβαλλόμενη πυγμή και αποφασιστικότητα, επικράτησε το ακριβώς αντίθετο: αμφιταλάντευση και μισόλογα, με αποκορύφωμα το «Στηρίζω την κυβέρνηση, αλλά όχι τα Μνημόνια» του Παναγιώτη Λαφαζάνη. Ήταν κινήσεις εσωκομματικής ρουτίνας υπό τον φόβο της κατηγορίας για «διασπαστικές κινήσεις», αντί για επιθετικές και ανοιχτές στην κοινωνία πρωτοβουλίες. Ο Τσίπρας μπόρεσε εύκολα να διατηρήσει τον έλεγχο τον εξελίξεων και να υπερφαλαγγίσει την εσωτερική του αντιπολίτευση, που αποτελούσε και τον μοναδικό ουσιαστικό του αντίπαλο.
Ο δεύτερος είναι ότι η ίδια αμφιταλάντευση επικράτησε και στην πορεία προς τις εκλογές του Σεπτέμβρη, όπου η ΛΑΕ εμφανίστηκε χωρίς προγραμματικές προτάσεις και πειστικό λόγο απέναντι στο «Δεν υπάρχει εναλλακτική» και το εικονικό «παράλληλο» πρόγραμμα του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ. Μια αμυντική και θολή θέση επικράτησε ως προς το κρίσιμο θέμα του ευρώ, ενώ δεν αξιοποιήθηκαν οι επεξεργασίες της προηγούμενης περιόδου που έθεταν τους όρους μιας άλλης πορείας. Η αδυναμία διαμόρφωσης εναλλακτικού προγράμματος που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες του Τρίτου Μνημονίου συνεχίστηκε σε όλη την περίοδο που ακολούθησε, χωρίς καν το ελαφρυντικό των ασφυκτικών χρονικών προθεσμιών του μοιραίου καλοκαιριού. Ο λόγος της ΛΑΕ παρέμεινε «αντιμνημονιακός», με κεντρικά συνθήματα από την προηγούμενη περίοδο, και στόχευση στο ευρώ και την ΕΕ με τρόπο που ήταν πλέον παρωχημένος. Δεν έπεισε ότι έχει λύσεις για τα μεγάλα προβλήματα της ανεργίας, της ανάπτυξης, της φορολογίας, των χαμηλών μισθών, κ.λπ.
Ο τρίτος είναι ότι η εκτίμηση των επιπτώσεων της συνομολόγησης του Τρίτου Μνημονίου ήταν λανθασμένη εξαρχής. Υπήρξε η πεποίθηση ότι θα εμφανιστεί λαϊκή αντίδραση που θα οδηγήσει σε γρήγορη πτώση της κυβέρνησης Τσίπρα, άρα σε εκλογές και είσοδο της ΛΑΕ στη Βουλή. Στην πράξη το Τρίτο Μνημόνιο συνοδεύτηκε από πρωτοφανή κοινωνική παθητικότητα, που σφράγισε τις πολιτικές εξελίξεις. Η αγανάκτηση και εγρήγορση του 2011-15 μετατράπηκαν σε βουβή ανημπόρια, καθώς η συνθηκολόγηση σκότωσε την ελπίδα, ακριβώς γιατί την ευθύνη έφερε ο φορέας που εμπιστεύτηκε το πιο μάχιμο κομμάτι των λαϊκών μαζών.
Ο τέταρτος έχει να κάνει με την συστηματική και έντονη στροφή προς «πατριωτικές» θέσεις, αναζητώντας συμμάχους στα πιο απίθανα και επικίνδυνα μέρη του πολιτικού φάσματος. Ακραία, αλλά όχι μοναδική, στιγμή, η εμφάνιση του γραμματέα της ΛΑΕ σε ακροδεξιό κανάλι με λόγο που στόχευε να κολακεύσει τα πλέον αντιδραστικά εθνικιστικά αντανακλαστικά. Το σφάλμα ήταν μεγάλο και αποξένωσε αριστερούς ψηφοφόρους. Κατέδειξε επίσης βαθιά ιδεολογική σύγχυση όσον αφορά τη διασύνδεση των κοινωνικών και εθνικών ζητημάτων στον σύγχρονο καπιταλισμό και επέφερε καίριο πλήγμα στο πιο πολύτιμο κεκτημένο του κόσμου που αντιτάχθηκε στην προδοσία του ΟΧΙ, δηλαδή στο ηθικό κεφάλαιο.
Ο πέμπτος λόγος, τέλος, είναι ότι όσο περισσότερο αποτύγχαναν οι πολιτικές θέσεις της ΛΑΕ, τόσο περισσότερο διαλυόταν η οργανωτική της δομή και έχαναν το περιεχόμενό τους οι εσωτερικές δημοκρατικές διαδικασίες. Επικράτησαν αναδίπλωση σε γραφειοκρατικές λειτουργίες και επικοινωνιακού χαρακτήρα ακτιβισμοί, αντί για συστηματική δουλειά από τα κάτω. Η αποχώρηση ή αδρανοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του δυναμικού που είχε αρχικά στρατευθεί στο εγχείρημα αντιμετωπίστηκε με εμμονή στην ρουτίνα. Σταδιακά εμφανίστηκαν φαινόμενα προσωποκεντρικής ηγεσίας, η οποία είχε τελείως αρνητική απήχηση στο εκλογικό σώμα.
Επανίδρυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς
Το αποτέλεσμα ήταν η συνεχής φθορά της ΛΑΕ, μέχρι την εκλογική της κατάρρευση. Δυστυχώς, όπως ήδη ειπώθηκε, η αποτυχία της ΛΑΕ λειτουργεί και ως μεγεθυντικός φακός για τη γενικευμένη αποτυχία της Αριστεράς. Τα περισσότερα από τα συμπτώματα που παραθέσαμε αφορούν εξάλλου, με διαφορετικούς συνδυασμούς, και τους υπόλοιπους φορείς της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Στις συνθήκες που τώρα διαμορφώνονται η προσπάθεια συμμετοχής της ΛΑΕ στις κοινοβουλευτικές εκλογές είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Μια νέα εκλογική συντριβή μπορεί να διαμορφώσει ακόμη δυσμενέστερους όρους για αυτό που αποτελεί σήμερα την μόνη επιτακτική ανάγκη, δηλαδή την διαδικασία επανίδρυσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Τα συλλογικά όργανα της ΛΑΕ πρέπει να συνεκτιμήσουν μια σειρά από σημαντικούς παράγοντες και να δράσουν ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την επανίδρυση.
Τα αποτελέσματα ορισμένων αυτοδιοικητικών σχημάτων έδειξαν ότι, όπου υπάρχει πραγματική παρέμβαση και κοινωνική γείωση, η ανταπόκριση είναι υπολογίσιμη. Στην κοινωνία υπάρχουν κατακερματισμένες αλλά υπαρκτές εστίες αντίστασης: δίκτυα αλληλεγγύης, κινητοποιήσεις τοπικού χαρακτήρα, συνδικαλιστικές πρωτοβουλίες από τα κάτω, εναλλακτική πολιτισμική σκηνή, κινήσεις στον χώρο της ριζοσπαστικής σκέψης. Πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι η υπέρβαση του κατακερματισμού, η δημιουργία χώρων διαβούλευσης και κοινής δράσης. Η επερχόμενη κυριαρχία της Δεξιάς θα ανοίξει νέα μέτωπα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η κίνηση της κοινωνίας θα είναι προς τα αριστερά. Η Άκρα Δεξιά είναι παρούσα.
Απαιτείται λοιπόν προγραμματική σοβαρότητα, νέα ηγεσία, νέα μορφή δημοκρατικής οργάνωσης, καινούργιος λόγος, σύνδεση με τα νέα κοινωνικά δίκτυα και τις νέες μορφές κοινωνικής αντίστασης. Στην ουσία θα πρέπει να οριστεί ξανά το περιεχόμενο του αριστερού, σοσιαλιστικού ριζοσπαστισμού στην Ελλάδα. Η διαδικασία αυτή δεν θα είναι γρήγορη αποτελεί όμως μονόδρομο για την ανασύνταξη όσων δυνάμεων έχουν διδαχθεί από την πολύ σκληρή αλλά και πλούσια εμπειρία μιας περιόδου που σφράγισε την ελληνική κοινωνία.
Comments