top of page

Κώστας Λαπαβίτσας. Αναζητώντας την Αριστερά, μέρος Α

Updated: Jul 21, 2019


Karl Hofer, Νύχτα ερειπίων. Γερμανία 1949.

Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα επέβαλε πολυετή λιτότητα στον ελληνικό λαό μόνο και μόνο προκειμένου να ξαναφέρει τελικά τους συντηρητικούς στην εξουσία. Η αναζωογόνηση του αγώνα εναντίον της λιτότητας ίσως χρειαστεί χρόνια, και θα είναι αδύνατη χωρίς ευθεία αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.



Αρχικά δημοσιεύτηκε στο Jacobin. Μεταφράστηκε στα ελληνικά με την άδεια του συγγραφέα και δημοσιεύτηκε στο Press Project, ο σύνδεσμος εδώ .

Ο σύνδεσμος τούτης εδώ της ανάρτησης εδώ.

Το δεύτερο μέρος εδώ.





Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ελλάδα ήταν πρωτίστως μία νίκη για την κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία, της οποίας το ποσοστό, που αγγίζει το 40%, της εξασφάλισε την αυτοδυναμία στο κοινοβούλιο. Για πρώτη φορά μετά το 2009 – όταν το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ κέρδισε για τελευταία φορά τις εκλογές- ένα κόμμα σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της κρίσης, η Ελλάδα έχει κυβερνηθεί από συνασπισμούς κομμάτων, συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους δεξιούς ΑΝΕΛΛ. Όμως τώρα η νίκη της Νέας Δημοκρατίας έθεσε επισήμως τέλος σε αυτήν την εποχή. Επέστρεψε η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα και οι παραδοσιακές δυνάμεις επέστρεψαν στην εξουσία.


Στην πραγματικότητα η σταθερότητα άρχισε να επιστρέφει στο τέλος του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποχώρησε μπροστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υπέγραψε μία συμφωνία διάσωσης με τους δανειστές της Ελλάδας. Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί πρωτίστως το αποτέλεσμα των τεσσάρων ετών λιτότητας που ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε ακολουθώντας τα προστάγματα των δανειστών, χτυπώντας σκληρά τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα και μειώνοντας την εθνική και λαϊκή κυριαρχία.


Η συντηρητική εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ -που έκανε την Ελλάδα έναν πιστό στρατιωτικό και πολιτικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο- ήταν ένας επιπλέον παράγοντας σε αυτή την ήττα, ιδίως διότι οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στη σύναψη μιας συμφωνίας για την επίσημη ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας, την οποίαν απέρριπταν σημαντικά κομμάτια της ελληνικής κοινής γνώμης.


Παρ' όλα αυτά, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται περισσότερο στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που υιοθέτησε μετά την υποχώρησή του απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί αρχικά μία ριζική αμφισβήτηση του ελληνικού και ευρωπαϊκού κατεστημένου, η εξέλιξη αυτή πραγματικά εξευτελιστική. Ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του αποτελούν ένα μάθημα για το τι θα πρέπει να αποφεύγει η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά στα επόμενα χρόνια.


Ούτε η Νέα Δημοκρατία θα είναι πολύ εύκολο να κρατήσει τις δικές της υποσχέσεις. Το αυστηρό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα από τους δανειστές της εγγυάται αδύναμη ανάπτυξη, χαμηλά εισοδήματα και μόνιμη πίεση στους εργαζόμενους και τη μεσαία τάξη. Η Ελλάδα μπορεί να έχει στραφεί στην δεξιά τώρα, σε αντίδραση προς τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά οι προϋποθέσεις για μία μακροπρόθεσμη κοινωνική και πολιτική σταθερότητα απλώς δεν υφίστανται. Ομοίως, όσο θα είναι στην αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ και θα εστιάζει στο πώς να γίνει η εναλλακτική κομματική λύση στην εξουσία και πώς θα εγκαθιδρύσει έναν νέο δικομματισμό, θα αντιληφθεί ότι αυτό κάθε άλλο παρά εύκολο είναι.


Υπάρχει ωστόσο ένα βαθύτερο πρόβλημα. Τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς είτε τα έχουν πάει πάρα πολύ άσχημα είτε έχουν αποδειχθεί αναξιόπιστα. Η πρόκληση είναι να επανεδραιωθεί μία ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά που συνδέεται με τον κόσμο της εργασίας και προτείνει ένα πρόγραμμα αλλαγής που όντως ανταποκρίνεται στα προβλήματα της κοινωνίας. Από αυτήν την άποψη, η Ελλάδα έχει ακόμη μαθήματα να προσφέρει – διότι δεν είναι τόσο διαφορετική από την υπόλοιπη Ευρώπη.



Εκλογικές αλλαγές

Για να αντιληφθεί κανείς την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι κρίσιμο να λάβει υπόψη του κάποια στοιχεία για τις εκλογικές επιδόσεις των βασικών κομμάτων εξουσίας κατά τη δεκαετία της κρίσης. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει όλες τις εθνικές εκλογές από τον Οκτώβριο του 2009 – έχω στρογγυλοποίησει τους αριθμούς για να διευκολύνω την ανάγνωση. Οι αριθμοί για το εκλογικό σώμα στην Ελλάδα παραμένουν σταθεροί περίπου στα 10 εκατομμύρια καθόλη αυτή την περίοδο.Υπάρχουν πολύ καλοί λόγοι για να αμφισβητήσει κανείς την ακρίβεια αυτού του αριθμού, καθώς οι εκλογικοί κατάλογοι φαίνεται να χρειάζονται σοβαρή επικαιροποίηση, αν και εδώ σε κάθε περίπτωση εστιάζουμε σε απόλυτα νούμερα.


Αποχή/Συριζα/ΝΔ/Πασόκ στις κοινοβουλευτικές εκλογές 2009-19

Υπάρχουν κάποια σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα που γίνονται αμέσως ορατά.


Πρώτον, το ποσοστό της αποχής έχει αυξηθεί σημαντικά, δείχνοντας ότι οι Έλληνες είναι βαθιά απογοητευμένοι από την κοινοβουλευτική πολιτική. Αυτό το ποσοστό είναι πιθανόν να διογκώνεται σημαντικά λόγω της κακής ποιότητας των εκλογικών καταλόγων, ωστόσο αυτή η αύξηση δεν αμφισβητείται. Η ανοδική κίνηση συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό, αλλά ισχυροποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βαθιάς κρίσης της τελευταίας δεκαετίας. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η αποχή μειωνόταν, καθώς η χώρα στρεφόταν προς την Αριστερά και υπήρξε ανανεωμένος ενθουσιασμός για την πολιτική. Η υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ μετά το διαβόητο δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015 κατέστρεψε την ελπίδα και επανέφερε την απογοήτευση. Η αποχή έπεσε για ακόμη μία φορά την Κυριακή, αλλά παραμένει πάρα πολύ υψηλή και αυτή τη φορά η στροφή έγινε προς τα δεξιά. Η πραγματική κληρονομιά του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική πολιτική είναι ότι ενδυνάμωσε την απάθεια και απαξίωσε την αριστερά.


Το ξέσπασμα της κρίσης τραυμάτισε βαθιά την εκλογική απήχηση της Νέας Δημοκρατίας, που κατέγραψε μόλις 1,19 εκατομμύρια ψήφους τον Μάιο του 2012, και ανέβηκε στις 1,83 εκατομμύρια ψήφους τον Ιούνιο του 2012, όταν σχημάτισε κυβέρνηση. Ομως τον Ιανουάριο του 2015, όταν κέρδισε για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας έπεσαν στα 1,72 εκατομμύρια και μετά κατέρρευσαν στα 1,53 εκατομμύρια τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε και πάλι, αμέσως μετά την υποχώρησή του. Αυτό είναι το σημείο αναφοράς με βάση το οποίο θα πρέπει να κρίνουμε την επάνοδο της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της Κυριακής: οι ψήφοι της ανέβηκαν στα 2,25 εκατομμύρια, σχεδόν όσο τον Οκτώβριο του 2009. Ο λόγος για τον οποίον κέρδισε η κεντροδεξιά την Κυριακή με ένα φαινομενικά σημαντικό ποσοστό του 40% είναι ότι πολύ περισσότεροι ψηφοφόροι σε σχέση με το 2009 απείχαν. Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαιο ότι αναζωογόνησε τη Νέα Δημοκρατία, άρα είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου την πραγματική εκλογική ισχύ της κεντροδεξιάς.


Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε από τα περιθώρια της ελληνικής πολιτικής το 2012, εκμεταλλευόμενος το τεράστιο ρεύμα οργής απέναντι στις πολιτικές διάσωσης και τον εξευτελισμό της Ελλάδας. Η εκλογική του ισχύς αυξήθηκε γρήγορα φτάνοντας σε μία κορύφωση των 2,25 εκατομμυρίων όταν σχημάτισε την πρώτη κυβέρνηση του Ιανουαρίου του 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούσε ένα τεράστιο κύμα λαϊκής ελπίδας και εντονότερης ενασχόλησης με την πολιτική. Ακόμα και μετά την υποχώρησή του, το καλοκαίρι του 2015 κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές εκείνο τον Σεπτέμβριο, με 1,93 εκατομμύρια ψήφους. Το εκλογικό σώμα ήταν έτοιμο να δώσει στον Τσίπρα ακόμη μία ευκαιρία, παρά την καταφανή αναξιοπιστία του. Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά από τέσσερα ακόμη χρόνια στην εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί ακόμα σήμερα να συγκεντρώσει 1,79 εκατομμύρια ψήφους. Η άνοδος της Νέας Δημοκρατίας δεν αντιστοιχεί σε μία ίση πτώση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η εξέλιξη θα σημαδέψει την ελληνική πολιτική σκηνή στην περίοδο που έρχεται και χρήζει ερμηνείας.


Πραγματικά, η Ελλάδα φαίνεται να επιστρέφει στον δικομματισμό στον οποίον η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ -και τα δύο κόμματα του κατεστημένου- θα εναλλάσσονται στην εξουσία. Ωστόσο, από τον πίνακα προκύπτει ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο: Αν πρόκειται να υπάρξει ένας καινούργιος δικομματισμός, αυτός θα είναι σκιά του παλαιού δικομματισμού που προηγήθηκε της κρίσης. Παρά την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, η εκλογική της δύναμη δύσκολα συγκρίνεται με το 2009. Ομοίως, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διατηρήσει τις δυνάμεις του, είναι αναιμικό αντίγραφο του ΠΑΣΟΚ, του κόμματος που επιδιώκει να αντικαταστήσει. Ακόμη και το 2009, -λίγο πριν την έναρξη της ανελέητης πτώσης που τελικά έφερε την περιθωριοποίησή του και την αλλαγή ονόματος- το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να συγκεντρώσει περισσότερες από τρία εκατομμύρια ψήφους. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει κάτι αντίστοιχο.


Νικολάι Τσεσνοκόφ, Συγκολλητές και συγκολλήτριες στο Ουραλμας, ΕΣΣΔ 1979.

Τα αίτια της ήττας

Ο σπόρος της νίκης της Νέας Δημοκρατίας έχει φυτευτεί το καλοκαίρι του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποχώρησε απέναντι στους δανειστές και έγινε ένα κόμμα του κατεστημένου. Υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο, που επισήμως διήρκεσε μέχρι τον Αύγουστο του 2018, και εφαρμόζει απαρέγκλιτα οικονομικές πολιτικές υπαγορευμένες από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το αποτέλεσμα ήταν μία αδύναμη οικονομική ανάπτυξη και η αποξένωση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού, ιδίως αυτών που εξαρτώνταν από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που εξακολουθούν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.


Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε τον όρο του μνημονίου να εγγυηθεί το τερατώδες πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ με στόχο την εξυπηρέτηση του τεράστιου δημόσιου χρέους της Ελλάδας ο ΦΠΑ επίσης αυξήθηκε. Ο κατώτατος/εισαγωγικός συντελεστής φόρου εισοδήματος αυξήθηκε στο 22% και ο ανώτατος στο 45%. Ο ΦΠΑ επίσης αυξήθηκε, με μέσο όρο το 24%. Οι φόροι στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ανέβηκαν στο 29%, αν και πρόσφατα μειώθηκαν κατά μία μονάδα, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να κατευναστούν οι αντιδράσεις. Είναι απίστευτο ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συχνά καλούνταν να πληρώσουν τους φόρους της επόμενης χρονιάς προκαταβολικά, πνίγοντας έτσι τις δραστηριότητές τους. Οι συντελεστές εισφορών κοινωνικής ασφάλισης επίσης αυξήθηκαν προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα δυσεπίλυτα προβλήματα του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά επιβλήθηκαν κατά τρόπο πάρα πολύ άνισο ανάμεσα στις εταιρείες. Σε αυτά τα βάρη θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε τον μεγάλο φόρο ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης και της κατοικίας – φόρους που ορθώς έχουν θεωρηθεί ως οι πιο άδικοι από όλους. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί να καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ όταν έρθει στην εξουσία, αλλά τον διατήρησε.


Προκειμένου να επιτύχει αυτά τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης μείωσε συστηματικά τις δημόσιες επενδύσεις, υπονομεύοντας έτσι τις υποδομές της Ελλάδας και τις παραγωγικές της δυνατότητες. Ακόμη χειρότερα, ακολουθώντας τις προσταγές των δανειστών έθεσε ως βασικό του στόχο «την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές». Το κόμμα που είχε ανέβει στην εξουσία διαδηλώνοντας εναντίον των αρπακτικών των διεθνών αγορών, έφτασε να θεωρεί την έγκρισή τους το απόλυτο κριτήριο επιτυχίας. Για να πετύχει αυτόν τον στόχο ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να δημιουργήσει ένα προστατευτικό μαξιλάρι σχεδόν 40 δισεκατομμυρίων που θα λειτουργούσε ως εγγύηση για τις αγορές. Έτσι ξεπερνούσε ακόμα τον στόχο του 3,5% επιτυγχάνοντας ένα πλεόνασμα της τάξης του 4,2% το 2017. Αυτό το μαξιλάρι δημιουργήθηκε επιβάλλοντας τρομακτικές πιέσεις σε εργαζόμενους ανθρώπους και τις οικογένειές τους.


Οι αγορές πράγματι επιβράβευσαν τον Τσίπρα για την υπακοή του, επιτρέποντας στην κυβέρνησή του να επανεκδώσει ομόλογα και μάλιστα κατέβασαν τα spreads των 10ετών ομολόγων στο αξιοσημείωτα χαμηλό επίπεδο του 2,5% τον Ιούλιο του 2019. Αυτό είναι το χαμηλότερο επιτόκιο δανεισμού που έχει μπορέσει να εξασφαλίσει η Ελλάδα εδώ και αρκετό καιρό, πριν ακόμη από την κρίση, και η πτώση αυτή σημειώθηκε παρότι το δημόσιο χρέος της βρίσκεται στο επίπεδο ρεκόρ των 355 δισεκατομμυρίων – περίπου στο 180% του ΑΕΠ. Η έγκριση των αγορών ωστόσο επήλθε με τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό κόστος.


Με δεδομένες αυτές τις πολιτικές, δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται καθόλου κανείς που η ελληνική οικονομία δεν πήγε καλά κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι είχε συνέλθει από τα βάθη της γιγαντιαίας ύφεσης των ετών 2010-2012. Η ανάπτυξη ήταν αναιμική, μόλις άγγιζε το 2%, και ο βασικός λόγος γι’ αυτό ήταν η χαμηλή ιδιωτική ζήτηση, που οφείλεται στην πολιτική των μνημονίων.


Η κατανάλωση παραμένει σε γενικές γραμμές στάσιμη, καθώς τα πραγματικά εισοδήματα δεν αυξάνονται και τα ιδιωτικά χρέη σε τράπεζες είναι τεράστια. Ο πιο εύγλωττος δείκτης της τρομερής πίεσης στους εργαζόμενους και τα νοικοκυριά είναι το απίστευτο νούμερο των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Το άθροισμα αυτή τη στιγμή ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια ή περίπου το 60% του ΑΕΠ, και το οφείλουν σχεδόν 4 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Αυτό το τεράστιο χρέος έχει συγκεντρωθεί απότομα τα τελευταία χρόνια και αυξήθηκε ακόμη περισσότερο κατά 3 δισεκατομμύρια το πρώτο τρίμηνο του 2019. Η κλιμάκωσή του έχει επέλθει παρά την αδίστακτη κρατική πολιτική της κατάσχεσης ιδιωτικών τραπεζικών λογαριασμών και μισθών σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο πολίτες. Ο πέλεκυς έχει πέσει βαρύς πάνω στους πιο φτωχούς πολίτες, καθώς τουλάχιστον οι μισοί από τους οφειλέτες χρωστούν ασήμαντα ποσά, κάτω των 500 ευρώ.


Η ιδιωτική επένδυση επίσης ήταν πάρα πολύ αδύναμη. Από την κορύφωσή της στα 63 δισεκατομμύρια το 2007 κατέρρευσε στα λίγο πάνω από 18 δισεκατομμύρια το 2015 καθώς η ύφεση κατέστρεφε την ελληνική βιομηχανία. Η πιο απότομη κατάρρευση των επενδύσεων συνέβη στον οικοδομικό τομέα, ο οποίος έχει καταστραφεί παρασύροντας εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Οι επενδύσεις έχουν υπάρξει πενιχρές σε όλη την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, μόλις που ξεπερνούν τα 24 δισεκατομμύρια το 2018. Μαζί με την πτώση των δημοσίων επενδύσεων -που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να επιτύχει τους δυσθεώρητους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων- η σοβαρή αδυναμία της ιδιωτικής επένδυσης ήταν ο βασικός λόγος της αναιμικής ανάπτυξης.




208 views0 comments
bottom of page